φθινοπωρίς

φθινοπωρίς
φθῐν-οπωρίς, ίδος, pecul. fem. of foreg.,
A

ἀνέμων πνοά Pi. P.5.120

.
II ἡ φθινοπωρίς (sc. ἐλαία), = κολυμβάς, an olive, Call. Fr.50.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθινοπωρίς — an olive fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φθινοπωρίδα — φθινοπωρίς an olive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδες — φθινοπωρίς an olive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδι — φθινοπωρίς an olive fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδος — φθινοπωρίς an olive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίσιν — φθινοπωρίς an olive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”